- εὐόργητος
- εὐ-όργητος, (1) von guter Sinnesart, wohlgesinnt. (2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz πρᾶος. Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισϑείς, leidenschaftslos
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εὐόργητος — good tempered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευόργητος — η, ο (Α εὐόργητος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος») αρχ. 1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον η ευοργησία, η πραότητα. επίρρ … Dictionary of Greek
εὐοργήτως — εὐόργητος good tempered adverbial εὐόργητος good tempered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόργητον — εὐόργητος good tempered masc/fem acc sg εὐόργητος good tempered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοργητότερα — εὐόργητος good tempered neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοργήτους — εὐόργητος good tempered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόργητοι — εὐόργητος good tempered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοργητοτέρα — εὐοργητοτέρᾱ , εὐόργητος good tempered fem nom/voc/acc comp dual εὐοργητοτέρᾱ , εὐόργητος good tempered fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοργησία — εὐοργησία, ἡ (Α) [ευόργητος] ηπιότητα διαθέσεως, πραότητα («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», Ευρ.) … Dictionary of Greek
εύοργος — εὔοργος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐόργητος» … Dictionary of Greek